υπογραμματέας

υπογραμματέας
ο
1. ο δεύτερος γραμματέας μετά τον πρώτο ή ο υποδεέστερος γραμματέας.
2. βαθμός κατώτερου δικαστικού υπαλλήλου, βοηθού του γραμματέα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπογραμματέας — ο / ὑπογραμματεύς, έως, ΝΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραμματεύς, Ν νεοελλ. βαθμός κατώτερου δικαστικού υπαλλήλου αρχ. δεύτερος γραμματέας, ιεραρχικά κατώτερος από τον πρώτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γραμματεύς / έας] …   Dictionary of Greek

  • ὑπογραμματέας — ὑπογραμματέᾱς , ὑπογραμματεύς under clerk masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • υπογραμματεύς — η / ὑπογραμματεύς, ὁ, Α βλ. υπογραμματέας …   Dictionary of Greek

  • υπογραμματεύω — Α [ὑπογραμματεύς] εργάζομαι ως υπογραμματέας …   Dictionary of Greek

  • Αλουβάρδης — (13ος αι.). Υπογραμματέας στην αυλή του τελευταίου Λατίνου βασιλιά της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνου (1228 61). Μετά την κατάληψή της από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, στάλθηκε μαζί με τον Νικηφορίτση, επίσης υπογραμματέα του Βαλδουίνου, ως πρεσβευτής… …   Dictionary of Greek

  • Αρνιωτάκης, Μιχαήλ — (1841 – 1910).Ηθοποιός του θεάτρου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διορίστηκε υπογραμματέας στο ειρηνοδικείο της Αθήνας, θέση που εγκατέλειψε το 1865, ύστερα από παρότρυνση του θιασάρχη Π. Σούτσα να εργαστεί ως τακτικός ηθοποιός στον …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Μελέτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. (; – 381 μ.Χ.). Αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας (361 81). Ήταν επίσκοπος στη Σεβάστεια της Μικράς Αρμενίας, αλλά το 360 εξελέγη επίσκοπος Αντιόχειας, αντικαθιστώντας τον αρειανό Ευδόξιο που μετατέθηκε στην …   Dictionary of Greek

  • Μελίτων — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους σαράντα στρατιώτες που μαρτύρησαν επί Λικινίου (307 23) στη Σεβάστεια. Αρχικά βασανίστηκε και κατόπιν θανατώθηκε με πνιγμό σε ποτάμι, όπως και οι υπόλοιποι. Είναι γνωστοί ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”